πληγιάζω — πληγιάζω, πλήγιασα, πληγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληγιάζω — Ν [πληγή] 1. προκαλώ πληγή («μέ πλήγιασε το παπούτσι») 2. αποκτώ πληγή («πληγιάσανε τα χέρια μου») 3. μεταβάλλομαι σε πληγή, εξελκούμαι («πλήγιασε το σπυρί») … Dictionary of Greek
πληγιάζω — πλήγιασα, πληγιασμένος 1. μτβ., προκαλώ πληγές, πληγώνω: Το σαμάρι πλήγιασε το άλογο. 2. αμτβ., αποκτώ, γεμίζω πληγές: Πλήγιασαν τα χέρια μου από τη σκαπάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλήγιασμα — το, Ν [πληγιάζω] το αποτέλεσμα τού πληγιάζω, εξέλκωση, πληγή … Dictionary of Greek
ελκώ — (AM ἑλκῶ, όω) 1. προκαλώ έλκος, πληγιάζω 2. ελκούμαι (AM ἑλκοῡμαι) α) μεταβάλλομαι σε έλκος β) (για έλκος) γεμίζω πύον αρχ. μσν. (για πληγή) γεμίζω πύον αρχ. 1. κάνω εντομές σε δέντρο 2. πληγώνω, βλάπτω … Dictionary of Greek
εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… … Dictionary of Greek